καταλήψιμος

καταλήψιμος
καταλήψιμος, ον,
A to be seized and condemned, opp. ἀπολύσιμος, Antipho 4.4.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταλήψιμος — καταλήψιμος, ον (Α) [κατάληψις] 1. αυτός που συντείνει σε σύλληψη και καταδίκη 2. αυτός που πρέπει να συλληφθεί και να καταδικαστεί …   Dictionary of Greek

  • καταλήψιμον — καταλήψιμος to be seized and condemned masc/fem acc sg καταλήψιμος to be seized and condemned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”